ΣΤΙΣ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2023, σχεδόν έναν μήνα μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα, ο Αντώνης Ψαρόπουλος, πατέρας θύματος και δικηγόρος, αναγκάστηκε να καταθέσει γραπτό αίτημα προς τον εφέτη ανακριτή που ερευνά την υπόθεση για να ζητήσει τα βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας, καθώς είχαν προηγηθεί προφορικά αιτήματά του στις 17 Μαρτίου 2023 και τις επόμενες μέρες, αλλά αγνοήθηκαν.
«Εγώ ζητούσα τα βίντεο από τη φόρτωση μέχρι τον τελευταίο σταθμό διέλευσης της εμπορικής» λέει στη LiFO ο κ.Ψαρόπουλος. «Ο εφέτης ανακριτής απαντούσε ότι από τον ΟΣΕ τού έλεγαν πως δεν υπάρχουν τα βίντεο, είτε επειδή σε κάποιους σταθμούς δεν λειτουργούσαν οι κάμερες, είτε επειδή σε ορισμένους άλλους σταθμούς δεν υπήρχαν καν. Διάφορες δικαιολογίες, πάντα προφορικά. Όταν πήγα κι έβγαλα ο ίδιος φωτογραφίες σε σταθμούς, από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τους Νέους Πόρους, και του τις έδειξα στις 12 Μαΐου 2023, ήταν φανερό ότι οι κάμερες υπήρχαν παντού».
Τότε ήταν που τελικά ο εφέτης ανακριτής αποφάσισε να κινηθεί και με έγγραφό του προς τον ΟΣΕ ζήτησε επιτέλους τα αρχεία εικόνας, χωρίς να δώσει όμως εντολή για την κατάσχεσή τους. «Ο ΟΣΕ μαζί με την εταιρεία Interstar, που ήταν υπεύθυνη για τις κάμερες, απάντησαν ότι δεν υπήρχαν τα βίντεο από την 28η Φεβρουαρίου 2023 γιατί είχαν περάσει 15 μέρες και είχαν επανεγγραφεί».
Η καταγραφή των γεγονότων στην υπόθεση του χαμένου βιντεοληπτικού υλικού των καμερών μιλάει από μόνη της και είναι προφανές πως ούτε εδώ οι υπεύθυνοι για την παροχή κρίσιμων στοιχείων για την έρευνα κινήθηκαν θεσμικά και με διαφάνεια. Στη δίκη, όμως, όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να απαντήσουν στα ερωτήματα που απέφυγαν μέχρι τώρα.
Στις 12 Ιουλίου 2023 ο εφέτης ανακριτής, κ. Σωτήρης Μπακαΐμης, μετά και από τις διαρκείς πιέσεις των συγγενών, ζητά με νέο αίτημα τον ψηφιακό σκληρό δίσκο από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης. Η διοίκηση του ΟΣΕ ισχυρίστηκε αργότερα ότι σε κανένα από τα αιτήματα που έλαβε δεν ζητήθηκαν τα βίντεο και ο σκληρός δίσκος από τον Εμπορικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης, αλλά μόνο από τον Σιδηροδρομικό, δηλαδή τον επιβατικό.

Όπως αναφέρει ο κ. Ψαρόπουλος, ο ανακριτής, με μεγάλη καθυστέρηση πάλι, κατάσχεσε έξι σκληρούς δίσκους στα τέλη Αυγούστου του 2023 από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης και άλλους εννέα στα τέλη Σεπτεμβρίου από κάποιους από τους υπόλοιπους σταθμούς και τους έστειλε στη ΔΕΕ (Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών), «η οποία μας είπε ότι δεν μπορούσαν να ανακτηθούν πολλά στοιχεία και μας έδειξε περίπου δεκαπέντε καρέ από τον υποτιθέμενο εμπορικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και άλλες τόσες φωτογραφίες από άλλους σταθμούς».
Οι σκληροί δίσκοι στάλθηκαν πάντως στη συνέχεια και σε ένα βρετανικό εργαστήριο, το οποίο απάντησε τον Ιούλιο του 2024 ότι αν τους είχαν σταλεί νωρίτερα, στις πρώτες 54 ημέρες, θα ήταν εφικτή η ανάκτηση του υλικού. Επειδή όμως στάλθηκαν πολύ αργότερα και είχαν επανεγγραφεί, δύο και τρεις φορές κάποιοι, ήταν ανέφικτη η ανάκτηση.
Τελικά, τον Οκτώβριο του 2024, χάρη στην επιμονή του κ. Ψαρόπουλου που αναζητούσε τις απαντήσεις, διαπιστώθηκε ότι οι έξι σκληροί δίσκοι από τη Θεσσαλονίκη ήταν από τον επιβατικό σταθμό και όχι από τον εμπορικό σταθμό και έτσι αποκαλύφθηκαν όλοι οι αποτυχημένοι χειρισμοί, οι μοιραίες καθυστερήσεις και οι δικαιολογίες, που είχαν ως αποτέλεσμα να χαθούν –για άλλη μια φορά– χρήσιμα στοιχεία.
Πηγή από τον ΕΟΔΑΣΑΑΜ αναφέρει στη LiFO ότι η διοίκηση του ΟΣΕ όφειλε να αναζητήσει –ή να αιτηθεί την κατάσχεση, αν υπήρχε άρνηση― τα βίντεο που κατέγραφαν τις αμαξοστοιχίες από την επόμενη κιόλας μέρα του δυστυχήματος , όπως και να συντάξει άμεσα έκθεση, αλλά δεν το έκανε και όταν ζητήθηκαν τα βίντεο και στη συνέχεια οι σκληροί δίσκοι, δεν υπήρξε κάποια πειστική εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους η διοίκηση δεν είχε φροντίσει να είναι διαθέσιμα.
Δικηγόροι οικογενειών θυμάτων που κάηκαν μετά τη σύγκρουση –οι οποίες, όπως είναι φυσικό, έχουν περισσότερα ερωτήματα για τα οποία αναζητούν απαντήσεις–, επισημαίνουν τη μοιραία καθυστέρηση της ανάκρισης να αναζητήσει και να κατασχέσει τα βίντεο και τους σκληρούς δίσκους που μπορεί να έριχναν φως σε ορισμένα από τα άλυτα μυστήρια.
Τον Νοέμβριο του 2024 κατέστη σαφές ότι το υλικό που είχε σταλεί για ανάλυση στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών (ΔΕΕ) και στο βρετανικό εργαστήριο δεν αφορούσε την εμπορική αμαξοστοιχία και τον σταθμό φόρτωσής της. Η διοίκηση του ΟΣΕ (σε κοινή γραμμή με την εταιρεία βιντεοεπιτήρησης) υποστήριξε τότε, πάλι, ότι ο εφέτης ανακριτής δεν είχε στείλει αίτημα για τα βίντεο και τον σκληρό δίσκο από τον Εμπορικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης, αλλά μόνο από τον Σιδηροδρομικό και πως εκείνοι του έδωσαν ό,τι τους είχε ζητήσει. Εδώ μοιάζει σαν να γινόταν ένα παιχνίδι με τις λέξεις, καθώς ήταν γνωστό ότι όλοι αναζητούσαν τα βίντεο που κατέγραφαν τη φόρτωση και την αναχώρηση της εμπορικής αμαξοστοιχίας, τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ τελικά, λόγω των κακών χειρισμών και της καθυστέρησης.
Μετά από τον θόρυβο που ξέσπασε όμως, όταν αποκαλύφθηκε πως όλα αυτά τα βίντεο και οι σκληροί δίσκοι δεν περιείχαν τον Εμπορευματικό Σταθμό, η εταιρεία παρέδωσε στον ανακριτή έναν σκληρό δίσκο από τον Εμπορευματικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, αναφέροντας όμως ότι αυτός δεν περιείχε πια αρχεία από την 28η Φεβρουαρίου 2023, καθώς αυτά, όπως είπαν οι άνθρωποι της εταιρείας, είχαν διαγραφεί από νεότερες εγγραφές που αντικατέστησαν τις παλαιότερες.

Στις 18 Νοεμβρίου 2024, μετά από πλήθος δημοσιευμάτων που ανέφεραν ότι το βιντεοληπτικό υλικό της εμπορικής αμαξοστοιχίας δεν είχε παραδοθεί ποτέ, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη διέταξε «κατεπείγουσα εισαγγελική έρευνα», σχεδόν δύο χρόνια μετά, προκειμένου να ερευνηθεί γιατί κατά «την παράδοση του βιντεοληπτικού υλικού από τον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης, στο οποίο έχει τυχόν καταγραφεί η φόρτωση και η αναχώρηση της εμπορικής αμαξοστοιχίας που ενεπλάκη στο δυστύχημα το βράδυ της 28/2/2023, δεν περιείχε τις βιντεοσκοπήσεις από το μηχανοστάσιο της Θεσσαλονίκης, στο οποίο έγινε η φόρτωση της εμπορικής αμαξοστοιχίας».
Στις 29 Ιανουαρίου 2025 ο πρωθυπουργός έδωσε συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και ρωτήθηκε για αυτή την απουσία του βιντεοληπτικού υλικού. Απάντησε ότι αυτό «πράγματι γεννά κάποια ερωτηματικά» και εξέφρασε την ελπίδα να υπάρξει ένα βίντεο από την εμπορική αμαξοστοιχία: «Θα ήλπιζα πράγματι –και δεν το ξέρω– στον φάκελο του εφέτη ανακριτή να υπήρχε επιτέλους ένα βίντεο από αυτό το τρένο για να βλέπαμε στο κάτω-κάτω της γραφής αν στα ανοιχτά βαγόνια μετέφερε λαμαρίνες ή και κάτι άλλο».
Στις 7 Φεβρουαρίου 2025, τις ημέρες που ξεκινούσαν τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη που άλλαξαν ξανά το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα, ο Βασίλης Καπερνάρος, δικηγόρος της εταιρείας Interstar, που έχει αναλάβει τη βιντεοεπιτήρηση του σιδηροδρομικού δικτύου, ανακοίνωσε σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ ότι στις 5 Φεβρουαρίου προσκόμισε στον ανακριτή τρία βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας, δηλώνοντας ότι δεν φαίνεται τίποτα στις πλατφόρμες και ότι εκείνος είδε μόνο λαμαρίνες. Το λίγων δευτερολέπτων βίντεο αναρτήθηκε στην πλατφόρμα Χ την ίδια μέρα από τον δημοσιογράφο του ΣΚΑΪ, Άρη Πορτοσάλτε.
Ορίστε το βίντεο που παρέδωσε ο Βασίλης Καπερνάρος στον εφέτη ανακριτή.
Διακρίνεται η εμπορική αμαξοστοιχία λίγα λεπτά πριν από την, δυστυχώς, μοιραία σύγκρουση, όταν βγαίνει από τη σήραγγα των Τεμπών.. pic.twitter.com/UAyEnDrpoY— ArisPortosalte (@ArisPortosalte) February 7, 2025
Την επόμενη μέρα, στις 8 Φεβρουαρίου 2025, καθώς πλήθαιναν τα ερωτήματα για το πώς βρέθηκαν ξαφνικά τρία βίντεο από το υλικό που η ανάκριση ζητούσε αλλά δεν έβρισκε επί δύο χρόνια, η εταιρεία «Interstar» μέσω του δικηγόρου της, Βασίλη Καπερνάρου, απάντησε ότι χορηγούσε μόνο τα βίντεο που ζητούσαν οι αρμόδιες Αρχές και για τα οποία εκείνο το διάστημα, των πρώτων 15 ημερών που είχε υποχρέωση να τα κρατάει, τα αιτήματα αφορούσαν «αποκλειστικά και μόνο την επιβατική αμαξοστοιχία», επιμένοντας ότι «δεν ζητήθηκε τίποτα που να αφορά την εμπορική αμαξοστοιχία στο συγκεκριμένο 15ήμερο».
Πώς βρέθηκαν λοιπόν δύο χρόνια μετά τα τρία –πολύ μικρής διάρκειας και αποσπασματικά– βίντεο που κατέθεσε ο κ. Καπερνάρος; Η εταιρεία ισχυρίζεται πως στις 02/03/23 και στις 09/03/23 κάποιος «χειριστής του επιχειρησιακού κέντρου είχε κατεβάσει τρία βίντεο από δύο σημεία», τα οποία όμως, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της εταιρείας «δεν ζητήθηκαν ποτέ και δεν αποτελούν Σιδηροδρομικό Σταθμό» (σ.σ. αλλά αφορούν σήραγγες…).
Πριν από μερικούς μήνες, όταν το θέμα με το εξαφανισμένο βιντεοληπτικό υλικό και την αποκάλυψη ότι δεν είχαν δοθεί ποτέ ούτε οι σκληροί δίσκοι με τον Εμπορευματικό Σταθμό είχε λάβει μεγάλη και αρνητική δημοσιότητα, η διοίκηση της εταιρείας, σύμφωνα με όσα η ίδια αναφέρει, «έδωσε ρητή εντολή να ερευνηθούν όλοι οι υπολογιστές καθώς και οι 889 κάμερες του Επιχειρησιακού Κέντρου, μήπως τυχόν και υπάρχει κάποιο επιπλέον αρχείο καταγραφής σχετικό με την υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών, το οποίο ενδεχομένως δεν έχει ζητηθεί από τις Αρχές που διενεργούν την ανάκριση». Και τότε συνέβη αυτό που ο δικηγόρος της εταιρείας, Βασίλης Καπερνάρος, αποκαλεί «χρυσή σύμπτωση». Τα τρία αυτά βίντεο των λίγων δευτερολέπτων βρέθηκαν σε αυτή την έρευνα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της εταιρείας, που υποστηρίζει ότι προέρχονται από κάμερες από τις οποίες δεν τους ζητήθηκε υλικό.
Σύμφωνα με κατάθεση υπαλλήλου της εταιρείας Interstar, που φέρεται να δόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή», «στις 8 του μήνα, στις 3 τα ξημερώματα, ο υπάλληλος βρήκε τα βίντεο στον κάδο ανακύκλωσης, “μόλις επέστρεψε από εξωτερικές εργασίες στην εταιρεία”. “Πάτησα επαναφορά και τα αρχεία εστάλησαν στην αρχική τους θέση, για τον λόγο αυτόν εμφανίζεται στις ιδιότητες των αρχείων η ημερομηνία 08/02/2025 ως ημερομηνία δημιουργίας”, αναφέρει ο ίδιος στην κατάθεσή του». Στο προφανές ζήτημα που προκύπτει με τις ημερομηνίες αναμένεται να δώσει απαντήσεις η Δικαιοσύνη.
Στις 27 Φεβρουαρίου 2025, πάντως, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του διευθύνοντος συμβούλου του ΟΣΕ, του πρώην προέδρου του ΟΣΕ κατά την περίοδο του δυστυχήματος και ενός στελέχους της εταιρείας βιντεοεπιτήρησης, από τον αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, ο οποίος ανέλαβε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τα μη προσκομισθέντα βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας από τον Εμπορευματικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης. Η δίκη αυτή αναμένεται (με μεγάλο ενδιαφέρον για όσα θα ακουστούν στο δικαστήριο) να γίνει τον Ιούνιο.

Στις 27 Μαρτίου 2025 η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών (ΔΕΕ) της Ελληνικής Αστυνομίας στην έκθεσή της για τον έλεγχο γνησιότητας των τριών βίντεο απάντησε θετικά, αναφέροντας μεταξύ άλλων πως η εταιρεία κατασκευής των καταγραφικών συστημάτων ενσωματώνει στα αρχεία βίντεο ένα ψηφιακό υδατογράφημα ασφαλείας που αποτελεί δείκτη αυθεντικότητας, και στα τρία βίντεο που εξετάστηκαν υπάρχουν τα υδατογραφήματα. Αναφέρει ωστόσο και τις παράξενες διαγραφές, αντιγραφές, τροποποιήσεις και μεταφορτώσεις που έγιναν στις συγκεκριμένες ημερομηνίες.
Η έκθεση της ΔΕΕ της Ελληνικής Αστυνομίας αμφισβητήθηκε πρόσφατα από τεχνικούς συμβούλους ορισμένων συγγενών και συγκεκριμένα από την ομάδα του Βασίλη Κοκοτσάκη, οι οποίοι θεωρούν ότι τα τρία βίντεο που βρέθηκαν μετά από δύο χρόνια δεν είναι αυθεντικά και έστειλαν τη δική τους πολυσέλιδη έκθεση στον ανακριτή.
Άλλος τεχνικός σύμβουλος οικογενειών θυμάτων αναφέρει στη LiFO: «Γνήσια πέραν πάσης αμφιβολίας δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν τα βίντεο αυτά, με τις πληροφορίες που έχουμε. Ίσως να είναι γνήσια, ίσως όχι, δεν ξέρουμε. Υπάρχουν ύποπτες διαγραφές και ύποπτη διαχείριση υλικού. Δεν έγιναν όλα με τη διαφάνεια που θα περιμέναμε».
Το αποτέλεσμα της έκθεσης της ΔΕΕ που βρήκε γνήσια τα βίντεο σχολιάστηκε από την κυβέρνηση ως το «τέλος των θεωριών συγκάλυψης», καθώς «στα βίντεο», όπως αποφάνθηκαν, «δεν διακρίνεται παράνομο φορτίο». Κάποιοι συγγενείς θυμάτων, από την άλλη πλευρά, σχολίαζαν ως μικρής σημασίας το αν είναι αυθεντικά τα βίντεο, αφού, όπως λένε, «αν υπήρχε παράνομο φορτίο, δεν θα ήταν ορατό στο μάτι κάθε περαστικού ή εξωτερικού παρατηρητή, αλλά θα ήταν κρυμμένο ή καμουφλαρισμένο για να μην εντοπίζεται εύκολα από τις κάμερες και γι’ αυτό θα έπρεπε να υπάρξει έρευνα που δεν έγινε ποτέ».

Εδώ και τρεις μήνες στην υπόθεση του χαμένου βιντεοληπτικού υλικού που αναζητείται και κυρίως στην υπόθεση της όψιμης εύρεσης των τριών βίντεο πρωταγωνιστικό ρόλο έχει αποκτήσει ο γνωστός δικηγόρος, περιφερειακός σύμβουλος Αττικής με τον συνδυασμό του Νίκου Χαρδαλιά και πρώην βουλευτής των ΑΝΕΛ, Βασίλης Καπερνάρος, ως εκπρόσωπος της εταιρείας βιντεοεπιτήρησης. Σε επικοινωνία μας μαζί του, τον ρωτήσαμε γιατί η Interstar, εφόσον το υλικό αυτό είχε αποθηκευτεί από τις 9/3/2023, το έδωσε στη Δικαιοσύνη δύο χρόνια μετά. «Τότε τα βρήκαν. Ήταν μία χρυσή σύμπτωση», απάντησε. «Όλοι οι προβολείς, οι εντολές και το ενδιαφέρον είχαν πέσει πάνω στην επιβατική αμαξοστοιχία. Για την εμπορική αδιαφορούσε ο οιοσδήποτε τότε», υποστήριξε. Στην ερώτησή μας γιατί τότε ασκήθηκε δίωξη για τα βίντεο, η απάντησή του ήταν ότι, επειδή ο εφέτης ανακριτής ζητούσε τη φόρτωση του εμπορικού τρένου από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης και όχι από τον Εμπορευματικό, «του έστειλαν όλα τα τρένα που είχαν φύγει από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης. Δεν ζήτησε: στείλτε μου τα τρένα που φόρτωσαν και εκκινήθηκαν από τον Εμπορευματικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης. Θεωρήθηκε ότι αυτό ήταν μία άρνηση της εταιρείας».
Ο κ. Καπερνάρος εμφανίζεται, ωστόσο, αισιόδοξος για την έκβαση της δίκης: «Θα αθωωθούν οι άνθρωποι αυτοί διότι αποδεικνύεται ότι απαντούσαν –έχουμε τα έγγραφα του εφέτη ανακριτή–σε ό,τι ζητούσε. Σύμφωνα με την υποχρέωση που έχουν για τα προσωπικά δεδομένα, ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν μόνο ό,τι ζητούσε ο εφέτης ανακριτής. Το οποίο κατενόησε και ο ίδιος και περιμένουμε τώρα τυπικά να εμφανιστούμε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας» λέει.


«Δηλαδή δεν υπάρχει κανένα αίτημα του ανακριτή που να ζητά βίντεο φόρτωσης της εμπορικής αμαξοστοιχίας από τον εμπορικό σταθμό;», ρωτήσαμε ξανά τον κ. Καπερνάρο και εκείνος απάντησε ότι «τον Μάιο του 2023 ζητήθηκε για πρώτη φορά έγγραφο για την εμπορική αμαξοστοιχία, που είχανε διαγραφεί τα υπόλοιπα».
«Και πώς βρέθηκαν αυτά που δώσατε τώρα αφού είχε διαγραφεί το υλικό;», ξαναρωτήσαμε, για να λάβουμε την απάντηση: «Σας είπα, στα ελληνικά λέγεται: κατά σύμπτωση».
Ο κ. Καπερνάρος αναφέρει ότι το πρώτο 15ήμερο (που η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να κρατάει τα βίντεο) ζητούσε στοιχεία μόνο η Τροχαία. «Δεν υπήρξε επίσημη εντολή από καμία άλλη υπηρεσία το πρώτο 15ημερο» υποστηρίζει. «Εμείς, η εταιρεία, πήραμε τηλέφωνο τον ανακριτή και είπαμε: “Κύριε ανακριτά, έχουμε αυτά, ζητήστέ τα μας να σας τα δώσουμε”. Διότι η εταιρεία είναι συμβεβλημένη με τον ΟΣΕ. Ουσιαστικά, όλα αυτά ανήκουν περιουσιακά στον ΟΣΕ. Και όταν –με τη σύμφωνη γνώμη του ΟΣΕ– τα στείλαμε και είπαμε “έχουμε και αυτά, βρήκαμε και αυτά τώρα, τα θέλετε;”, ο εφέτης ανακριτής είπε: “Βεβαίως. Και ό,τι άλλο θέλετε”. Και τα στείλαμε». Στην ερώτηση μας πότε τα έστειλαν, ο κ. Καπερνάρος απάντησε: «Τα παρουσιάσαμε τον Φεβρουάριο του ’25 διότι τότε τα βρήκανε ουσιαστικά. Από τον Νοέμβριο του ’24 και μετά έγινε αυτή η κουβέντα, και είπε (σ.σ. ο εφέτης ανακριτής) “ψάξτε να μου τα στείλετε”. Και ψάχναμε. Είναι εννιακόσιες τόσες οι κάμερες, τα μηχανήματα έπρεπε να δουλεύουν για τα τρέχοντα και παράλληλα ψάχνανε να βρουν αυτά».
Τον επόμενο μήνα, στις 11 Ιουνίου, αναμένεται να γίνει η πρώτη δίκη υπόθεσης των Τεμπών στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας και αυτή θα αφορά το βιντεοληπτικό υλικό των καμερών για τον εμπορευματικό σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης που δεν στάλθηκε ποτέ στη Δικαιοσύνη. Η καταγραφή των γεγονότων μιλάει από μόνη της και είναι προφανές πως ούτε εδώ οι υπεύθυνοι για την παροχή κρίσιμων στοιχείων για την έρευνα κινήθηκαν θεσμικά και με διαφάνεια. Στη δίκη, όμως, όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να απαντήσουν στα ερωτήματα που απέφυγαν μέχρι τώρα.
Δείτε την έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης εδώ: