Η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας, υπό την ηγεσία των συντηρητικών, έχει διακηρύξει ότι δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, προβάλλοντάς την ως μια ρεαλιστική πορεία προς την επίτευξη των νομικά δεσμευτικών κλιματικών στόχων σε τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν.
Ομως, ενώ ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έχει δεσμευτεί να επιταχύνει την τεχνολογία αίροντας τα κανονιστικά εμπόδια, οι σαρωτικές περικοπές στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης υπονομεύουν τα ίδια τα έργα που λέει ότι υποστηρίζει.
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το Bloomberg, είναι μια κλιματική στρατηγική παγιδευμένη ανάμεσα στην πολιτική ευκολία και στη δημοσιονομική συγκράτηση — αφήνοντας τις βιομηχανίες με τις μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων της χώρας να αντιμετωπίζουν ένα αυξανόμενο κόστος εκπομπών άνθρακα τα επόμενα χρόνια, την ώρα που συνολικά η γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει ήδη υπαρξιακά προβλήματα.
Τσεκούρι στα κονδύλια
Το Βερολίνο επανέφερε πρόσφατα ένα προσχέδιο πρότασης που είχε μείνει ημιτελές από την προηγούμενη κυβέρνηση για τη νομιμοποίηση της δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS). Ωστόσο, τα κονδύλια για ένα πρόγραμμα καθαρής βιομηχανίας —το οποίο αναπτύχθηκε για να υποστηρίξει τα πάντα, από το υδρογόνο έως τη δέσμευση άνθρακα— πρόκειται να μειωθούν στα 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ από 24,5 δισεκατομμύρια ευρώ, μεσοπρόθεσμα, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους που συζητείται αυτές τις μέρες στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Και, ενώ ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει υποσχεθεί να τηρήσει τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας της χώρας για το 2045, γίνεται ολοένα και πιο ασαφές ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό.
«Εάν η κυβέρνηση υποβαθμίσει τη χρηματοδότηση για την απαλλαγή της βιομηχανίας από τον άνθρακα, αυτό θα ήταν μακράν το πιο προβληματικό μέτρο όσον αφορά την προστασία του κλίματος», δήλωσε στο Bloomberg, ο Jens Burchardt, συνιδρυτής του Κέντρου για το Κλίμα και τη Βιωσιμότητα του Boston Consulting Group.
«Η απόσυρση της οικονομικής υποστήριξης που χρειάζονται οι επιχειρήσεις για να επενδύσουν ταυτόχρονα σε πράσινες εναλλακτικές λύσεις αποτελεί συνταγή για περαιτέρω αποβιομηχάνιση της Γερμανίας», δήλωσε ο Burchardt.
Το βασικό πρόγραμμα της κυβέρνησης για τον καθαρισμό της βαριάς βιομηχανίας της χώρας βασίζεται σε ένα μέσο δημοπρασίας για να γεφυρώσει τη διαφορά τιμολόγησης μεταξύ συμβατικών διαδικασιών και καθαρότερων, ακριβότερων εναλλακτικών λύσεων. Ενώ μια πρώτη δημοπρασία τον περασμένο Οκτώβριο οδήγησε σε συμβάσεις για 15 έργα, ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομίας δήλωσε ότι οι προετοιμασίες για έναν πιθανό δεύτερο γύρο είναι «περίπλοκες».
Σε ένα συνέδριο για την ενέργεια τον περασμένο μήνα, η υπουργός Οικονομίας Katherina Reiche εξήγησε ότι η αναμενόμενη ζήτηση για υδρογόνο δεν υλοποιείται ή καθυστερεί πολύ. Στο μεταξύ, ο γερμανικός προϋπολογισμός προβλέπει μείωση των δύο τρίτων της χρηματοδότησης που είχε διαθέσει η προηγούμενη κυβέρνηση για το υδρογόνο.
Και άλλοι λόγοι
Από την άλλη, η έλλειψη κρατικής υποστήριξης δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο τα έργα απανθρακοποίησης έχουν κολλήσει ή αποτυγχάνουν. Για παράδειγμα, όταν η χαλυβουργία ArcelorMittal ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι θα επιστρέψει μια επιδότηση 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για δύο τοπικές μονάδες πράσινου χάλυβα, επεσήμανε την «άνευ προηγουμένου» πίεση της αγοράς, την ασθενή ζήτηση, τη δυσμενή ευρωπαϊκή πολιτική και τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα για τη χημική βιομηχανία στη Γερμανία, η οποία αντιμετωπίζει κλείσιμο εργοστασίων, απολύσεις και περικοπές παραγωγής. «Μπορώ να ξοδεύω κάθε ευρώ μόνο μία φορά», δήλωσε ο Martin Naundorf από την Infraleuna GmbH, που διαχειρίζεται έναν χημικό κόμβο στα ανατολικά της χώρας. Δεδομένων των τρεχουσών συνθηκών, «κανείς δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να επενδύσει σε τεχνολογίες που δεν είναι σαφές πότε θα γίνουν κερδοφόρες».