Δικαστήριο της Νέας Υόρκης απέρριψε σήμερα το αίτημα του υπουργείου Δικαιοσύνης που ζητούσε να αποχαρακτηριστούν τα πρακτικά της Επιτροπής Ενόρκων που παρέπεμψε σε δίκη τον χρηματιστή Τζέφρι Έπσταιν με την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλικούς σκοπούς. Ο δικαστής Ρίτσαρντ Μπέρμαν ανέφερε ότι το υλικό αυτό ωχριά σε σύγκριση με τον θησαυρό των αρχείων που διαθέτει η κυβέρνηση για την υπόθεση, αλλά δεν τα δημοσιεύει.
Η απόφαση του Μπέρμαν έρχεται σε μια περίοδο που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προσπαθεί να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια της εκλογικής βάσης του επειδή η κυβέρνησή του δεν δημοσιοποιεί τους «φακέλους Έπσταιν».
Ο δικαστής στο σκεπτικό του γράφει ότι θα ήταν λογικότερο η κυβέρνηση να δώσει απευθείας στη δημοσιότητα τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που συνέλεξε από την έρευνά της για τον Έπσταιν αντί να προσφεύγει στα δικαστήρια για να αποχαρακτηριστεί ένα πολύ περιορισμένης έκτασης υλικό, το οποίο θεωρείται εκ του νόμου απόρρητο.
«Οι περίπου 70 σελίδες των πρακτικών της Επιτροπής Ενόρκων ωχριούν μπροστά στις 100.000 σελίδες των φακέλων και του υλικού Έπσταιν. Οι καταθέσεις στην Επιτροπή Ενόρκων είναι απλώς και μόνο μια εξ ακοής μαρτυρία για την υποτιθέμενη συμπεριφορά του Έπσταιν», πρόσθεσε.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν ανταποκρίθηκε σε ένα αίτημα για κάποιο σχόλιο.
Ο Τραμπ είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα δημοσιοποιούσε τους φακέλους που αφορούν τον Έπσταιν και κατηγορούσε τους Δημοκρατικούς για συγκάλυψη της αλήθειας. Όμως τον Ιούλιο, το υπουργείο Δικαιοσύνης αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα άλλο υλικό από την έρευνά του για την υπόθεση και υποστήριξε ότι η πολυδιαφημιζόμενη «λίστα πελατών» του Έπσταιν δεν υπάρχει, εξοργίζοντας τους υποστηρικτές του προέδρου.
Οι καταθέσεις και οι αποδείξεις που παρουσιάζονται στις Επιτροπές Ενόρκων, οι οποίες λειτουργούν κεκλεισμένων των θυρών ώστε να αποφεύγονται τυχόν παρεμβάσεις στις έρευνες, απαγορεύεται να δημοσιοποιούνται χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση.
Τον Ιούλιο ο Τραμπ διέταξε την υπουργό Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι να ζητήσει την έγκριση δικαστηρίου για τον αποχαρακτηρισμό των πρακτικών για την υπόθεση Έπσταιν. Η Επιτροπή Ενόρκων που παρέπεμψε τον χρηματιστή άκουσε μόνο μία μαρτυρία, εκείνη ενός πράκτορα του FBI.
Ο Έπσταιν αυτοκτόνησε το 2019, μέσα στη φυλακή, πριν ξεκινήσει η δίκη του. Ο θάνατός του και οι φιλικές σχέσεις του με πλούσιους και ισχυρούς απ’ όλον τον κόσμο πυροδότησαν θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες πολλά «γνωστά» ονόματα εμπλέκονταν στα εγκλήματά του. Αν και η ιατροδικαστική υπηρεσία της Νέας Υόρκης αποφάνθηκε ότι ο χρηματιστής απαγχονίστηκε, βάζοντας τέλος στη ζωή του, πολλοί επιμένουν μέχρι και σήμερα ότι τον δολοφόνησαν.
Στις 11 Αυγούστου, άλλος δικαστής του Μανχάταν, ο Πολ Ενγκελμάγιερ, απέρριψε παρόμοιο αίτημα του υπουργείου Δικαιοσύνης που ζητούσε να αποχαρακτηριστούν τα πρακτικά και τα αποδεικτικά στοιχεία από την υπόθεση της Γκισλέιν Μαξγουελ, της συντρόφου και συνεργάτιδας του Έπσταιν. Η Μάξγουελ εκτίει ποινή κάθειρξης 20 ετών αφού στρατολογούσε ανήλικα κορίτσια για λογαριασμό του Έπσταιν. Ο Ενγκελμάγιερ εξήγησε τότε ότι το κοινό δεν θα μάθει τίποτα το καινούριο από τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της Επιτροπής Ενόρκων που παρέπεμψε τη Μαξγουελ, επειδή το μεγαλύτερο μέρος ακούστηκε στη δίκη της, πριν από τέσσερα χρόνια.
Η Μάξγουελ έχει προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας να επανεξεταστεί η υπόθεσή της.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.