Το σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ για την προμήθεια όπλων στην Ουκρανία που θα πληρώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυξάνει την πίεση στους Ευρωπαίους αξιωματούχους που διαπραγματεύονται τη χρηματοδότηση του αμυντικού προγράμματος της Ένωσης.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, οι συζητήσεις αυτές τροφοδοτούν τις σκληρές διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση του επόμενου επταετούς προϋπολογισμού της ΕΕ, ύψους 1,2 τρισ. ευρώ, καθώς τα 27 κράτη-μέλη ξεκινούν μια διετή διαδικασία για την επίτευξη συναίνεσης.
Ενώ πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θέλουν να διατηρηθεί η παραδοσιακή χρηματοδότηση για τους αγρότες και τις περιφέρειες, η οποία απορροφά τα δύο τρίτα του προϋπολογισμού, άλλες, όμως, πιέζουν να κατευθυνθούν περισσότερα κονδύλια σε νέες και επείγουσες προτεραιότητες, όπως η άμυνα.
«Τόσες πολλές προτεραιότητες, τόσο λίγα χρήματα», δήλωσε την Τρίτη στους δημοσιογράφους ο Τσέχος υπουργός Εξωτερικών, Γιαν Λιπάφσκι, τονίζοντας ότι οι δαπάνες για την άμυνα θα πρέπει να ανταγωνιστούν τις υφιστάμενες ανάγκες, όπως η γεωργία. «Οι διαπραγματεύσεις θα είναι πολύ δύσκολες», πρόσθεσε.
Η περίπλοκη διαδικασία κατάρτισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού εξελίσσεται σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Τραμπ να απομακρύνονται από την ευρωπαϊκή ασφάλεια, την ώρα που η Ευρώπη προσπαθεί να διατηρήσει τη στήριξή της στην Ουκρανία απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Ο Αμερικανός πρόεδρος υποσχέθηκε αυτή την εβδομάδα νέο πακέτο όπλων, διευκρινίζοντας όμως ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα πρέπει να πληρώσουν το κόστος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ, θα παρουσιάσει την Τετάρτη το προσχέδιο του επταετούς προϋπολογισμού για την περίοδο που ξεκινά το 2028, με βασικές προτεραιότητες την ασφάλεια και την ανταγωνιστικότητα. Ορισμένες χώρες ενισχύουν την πίεση για την ενεργοποίηση κοινής έκδοσης χρέους, ώστε να αυξηθεί η χρηματοδοτική ευχέρεια της Ένωσης, κάτι που θα μπορούσε να ωφελήσει και την Ουκρανία.
Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας αυξάνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας της ανάγκης της ΕΕ να επιταχύνει τον επανεξοπλισμό της, έπειτα από χρόνια υποεπένδυσης. Ο πόλεμος της Ρωσίας, που εισέρχεται στον τέταρτο χρόνο, σε συνδυασμό με τη μειούμενη στήριξη από τις ΗΠΑ, ανέδειξαν τη στρατιωτική αδυναμία της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η πρόταση του Ντόναλντ Τραμπ να χρηματοδοτηθούν οι αποστολές όπλων στην Ουκρανία από τα ευρωπαϊκά ταμεία αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα την Τρίτη. Η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Κάγια Κάλας, προειδοποίησε ότι, αν η Ένωση πληρώσει για αμερικανικά όπλα, αυτό θα ισοδυναμεί με ευρωπαϊκή συνεισφορά.
«Κάνουμε ήδη ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε την Ουκρανία», δήλωσε η Κάλας. «Η έκκληση είναι όλοι να κάνουν το ίδιο. Αν υποσχεθείς όπλα αλλά πεις ότι κάποιος άλλος θα πληρώσει, δεν είναι πραγματικά δική σου η προσφορά, έτσι δεν είναι;»
Οι δαπάνες άμυνας που προβλέπει ο προϋπολογισμός της ΕΕ παραμένουν διακριτές — και πολύ χαμηλότερες — από τα ποσά που επενδύουν ατομικά τα κράτη μέλη. Ο Επίτροπος Άμυνας, Άντριους Κουμπίλιους, εκτίμησε ότι η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα είναι περίπου 40 φορές μικρότερη από τις εθνικές αμυντικές δαπάνες κατά την επόμενη προγραμματική περίοδο.
Όπως δήλωσε στο Bloomberg, οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν επιτρέπουν τη χρήση κονδυλίων της ΕΕ για την αγορά όπλων από τις ΗΠΑ υπέρ της Ουκρανίας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να αξιοποιήσουν το ευρωπαϊκό δανειακό ταμείο των 150 δισ. ευρώ για κοινές προμήθειες, απελευθερώνοντας έτσι εθνικά κονδύλια για αγορά αμερικανικού αμυντικού υλικού.
Το ζήτημα καθίσταται πιο περίπλοκο καθώς πολλές κυβερνήσεις της ΕΕ δυσκολεύονται να ελέγξουν τα αυξανόμενα δημόσια χρέη τους. Σε σύνοδο κορυφής του περασμένου μήνα, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς προειδοποίησε ότι η συσσώρευση χρέους από κράτη και επιχειρήσεις ενέχει τον κίνδυνο νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Παράλληλα, η συζήτηση για την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, προκαλεί ανησυχίες σε κυβερνήσεις όπως της Ισπανίας, σχετικά με το κατά πόσον μπορεί να υλοποιηθεί με δεδομένους τους περιορισμούς στους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ελλάδα έχουν προτείνει την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους ως μέσο μόχλευσης πρόσθετης χρηματοδότησης, ενώ η Ισπανία έχει εισηγηθεί και τη χορήγηση μη επιστρεπτέων επιχορηγήσεων προς κράτη του ανατολικού μετώπου. Αντίθετα, η Ιταλία υποστηρίζει ότι η εξάρτηση από το εθνικό χρέος δεν είναι βιώσιμη για οικονομικά εύθραυστες χώρες.
Ακόμη και κράτη που παραδοσιακά αντιτίθενται σε μεγάλους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς, όπως η Δανία, εμφανίζονται πλέον πιο θετικά σε καινοτόμες λύσεις. Ωστόσο, η Γερμανία και η Ολλανδία εξακολουθούν να απορρίπτουν την έκδοση κοινού χρέους για στρατιωτικές δαπάνες, σε συζητήσεις που έγιναν κεκλεισμένων των θυρών.
Ο Τσέχος ΥΠΕΞ Γιαν Λιπάφσκι δήλωσε την Τρίτη αντίθετος με το κοινό χρέος, λέγοντας πως θα πρέπει πρώτα να αποπληρωθούν τα χρέη που συνδέονται με την πανδημία.
Το ταμείο δανεισμού των 150 δισ. ευρώ, που χρηματοδοτείται μέσω κοινού χρέους, στοχεύει στο να προσφέρει φθηνή πίστωση στα κράτη μέλη για κοινές προμήθειες, και εν δυνάμει για την Ουκρανία. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προέτρεψε τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο αυτό για επενδύσεις απευθείας στην αμυντική βιομηχανία της Ουκρανίας, δεδομένου ότι το 40% της βιομηχανικής της ικανότητας παραμένει ανεκμετάλλευτο.
«Τα κράτη μέλη μας μπορούν να αξιοποιήσουν τα δάνεια του SAFE και να προμηθευτούν κατευθείαν από την ουκρανική αμυντική βιομηχανία. Για εκείνα, είναι υψηλής ποιότητας, γρήγορο και φθηνό. Για την Ουκρανία, είναι καθοριστικά έσοδα, αλλά και μια ευκαιρία ενίσχυσης της βιομηχανικής της βάσης», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν.
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.