Κινηματογραφικές πρεμιέρες: Χορταστικό «Mission: Impossible» με Τομ Κρουζ και σχεδόν τρεις ώρες κασκαντερική δράση


Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες ο Τομ Κρουζ επιστρέφει κασκαντερικά με το τελευταίο κεφάλαιο των «Επικίνδυνων Αποστολών».

Ο Πολ Στρέιντερ, πιο εξομολογητικός από πότε, συναντιέται και πάλι με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, ενώ ο πάντα ιδιοσυγκρασιακός Λεός Καράξ υπογράφει το δικό του κινηματογραφικό μανιφέστο, στις πρεμιέρες της εβδομάδας.

Οι κινηματογραφικές πρεμιέρες της Πεμπτης 22 Μαΐου

Επικίνδυνη Αποστολή: Η Έσχατη Τιμωρία (Mission: Impossible – The Final Reckoning)

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ ΜακΚουάρι
Παίζουν: Τομ Κρουζ, Βινγκ Ρέιμς, Χέιλι Άτγουελ, Σάιμον Πεγκ, Βανέσα Κίρμπι, Εσάι Μοράλες, Πομ Κλεμεντίφ, Χένρι Τσέρνι, Άντζελα Μπάσετ

Περίληψη: Ο πράκτορας Ίθαν Χαντ βρίσκεται στο κατόπι του Entity, ενός επικίνδυνου λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης, που πέφτει στα λάθος χέρια και πλέον αποτελεί απειλή για την ανθρωπότητα.
Το τελευταίο αποχαιρετιστήριο κεφάλαιο του δημοφιλούς franchise, που έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ των Καννών, με τον πάντα «έτοιμο για όλα» Τομ Κρουζ.

Ο Ίθαν Χαντ, ο ατρόμητος πράκτορας, αναλαμβάνει πλέον την αποστολή κατευθείαν από την Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή τη φορά δεν έχει περιθώρια επιλογής. Πρέπει να αντιμετωπίσει μια απειλή, που ξεπερνά τις μέχρι τώρα προκλήσεις: μια τεχνητή νοημοσύνη, η οποία έχει αναπτύξει την ικανότητα να εισχωρεί και να ελέγχει κάθε μορφή ψηφιακής πληροφορίας. Ονόματι «Οντότητα» (Entity), και μάλιστα θηλυκού γένους, η ΑΙ έχει τη δύναμη να αντικαθιστά την αλήθεια με deepfake news, δημιουργώντας έναν νέο κόσμο αποπροσανατολισμού και καταστροφής. Μέσα σε αυτό το χαοτικό σκηνικό, ο Ίθαν συγκεντρώνει την ομάδα του – παλιούς γνώριμους, αλλά και νέα πρόσωπα – και βουτά ξανά στην αδρεναλίνη και τον κίνδυνο.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε που ο Ίθαν Χαντ έκανε την εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη και ο Τομ Κρουζ άλλαξε για πάντα το τι σημαίνει action hero. Αναλαμβάνοντας ο ίδιος τα κασκαντερικά, φλερτάροντας συνεχώς με τον κίνδυνο και τα όριά του, ένας από τους τελευταίους σταρ του σινεμά που επιμένει φανατικά στη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας, δεν παίζει απλώς σε ταινίες δράσης, είναι ο ίδιος η δράση.

Αυτό συμβαίνει και σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο (αν και οι παραγωγοί έχουν αφήσει κι ένα παραθυράκι ανοιχτό για παν ενδεχόμενο) των «Επικίνδυνων αποστολών », όπου ξανασυναντιέται με τον Κρίστοφερ ΜακΚουάρι. Σε αντίθεση με πολλές περιπέτειες, που η υπόθεση είναι εντελώς προσχηματική, οι «Επικίνδυνες αποστολές πάντα είχαν ένα κεντρικό διακύβευμα, με τις απαραίτητες πινελιές χιούμορ και ρομάντζου, πράγμα που συμβαίνει και στην «Έσχατη τιμωρία «, όπου θίγεται το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης.

Βέβαια, η σεναριακή πλοκή είναι φλύαρη, σε σημεία και χαοτική, η αφήγηση μεταφέρεται από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο χωρίς απαραίτητα πάντα να υπάρχει λόγος, χαρακτήρες σχηματικοί μπαινοβγαίνουν,οι διάλογοι συχνά έχουν μια αχρείαστη φιλοσοφικού τύπου σοβαροφάνεια, αλλά κάπου εκεί ο Τομ Κρουζ το παίρνει για ακόμα μια φορά πάνω του, χαρίζοντας στους φανς αυτό που περιμένουν: αδρεναλίνη στο φουλ .

Έστω και αν αυτή τη φορά οι σκηνές δράσης δεν διαδέχονται απανωτά η μία την άλλη, οι σεκάνς στο υποβρύχιο και το αεροπλάνο, όπου ο αειθαλής Κρουζ ανεβάζει ψηλά τον πήχη στα 62 του, κόβουν την ανάσα και επιβεβαιώνουν το τίτλο του πλέον άφοβου ηθοποιού στον κόσμο. Ακόμα και αν κάποιος δεν εντυπωσιάζεται από όλες αυτές τα κασκάντζες, σίγουρα δεν μπορεί να μην υποκλιθεί στη γενναιότητα του Κρουζ να επιμένει κινηματογραφικά σε μια εποχή, που τα εφέ έχουν αντισταθμίσει την ανυπέρβλητη μαγεία του κινηματογράφου.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Oh, Canada
Σκηνοθεσία: Πολ Σρέιντερ
Παίζουν: Ρίτσαρντ Γκιρ, Τζέικομπ Ελόρντι, Ούμα Θέρμαν, Βικτόρια Χιλ, Μάικλ Ιμπεριόλι, Πενέλοπε Μίτσελ, Κριστίνε Φρόσεθ

Περίληψη: Ένας ετοιμοθάνατος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, ο Λέοναρντ Φάιφ, δέχεται να δώσει μια τελευταία κατάθεση ψυχής, σε δυο παλιούς φοιτητές του.
Ο Πολ Σρέιντερ συναντάει τον Ρίτσαρντ Γκιρ σαράντα τέσσερα χρόνια μετά από το «American Gigolo» στην πιο προσωπική ταινία της καριέρας του.
Ο Λέοναρντ Φάιφ, ένας Αμερικανός στα ταραγμένα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ, προκειμένου να αποφύγει την υποχρεωτική θητεία στον στρατό, δραπετεύει στον Καναδά, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα μια στρωμένη ζωή, με οικογένεια και λαμπρές επαγγελματικές προοπτικές. Εκεί κάνει καριέρα ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ. Χρόνια μετά βρίσκεται άρρωστος σε τελικό στάδιο καρκίνου και επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις που του έχουν απομείνει για να δώσει μια μεγάλη συνέντευξη σε πρώην συνεργάτες του, και νυν βραβευμένους με Όσκαρ, βάζοντας ως μοναδικό όρο να την παρακολουθήσει η αγαπημένη του σύζυγος, Έμμα, προκειμένου να μάθει τη σκοτεινή αλήθεια για το παρελθόν του.

Ακολουθώντας την ανάγκη πολλών συνομήλικων ομότεχνών του, από τον φίλο του Φράνσις Φορντ Κόπολα μέχρι τον Μάρτιν Σκορσέζε, και ο Πολ Σρέιντερ θέλει να εξομολογηθεί και να συγχωρεθεί, λίγο πριν από το τέλος, όπως ακριβώς και ο γοητευτικός του αντιήρωας. Βασισμένος στο μυθιστόρημα «Foregone« του Ράσελ Μπανκς, με τον οποίο συνεργάστηκε ξανά στο «Affliction», και στον οποίο αφιερώνει όλη την ταινία, μιας και ο συγγραφέας έφυγε από τη ζωή το 2023, καταγράφει αυτή τη συνέντευξη –μαρτυρία του Φάιφ και ταυτόχρονα μέσα από φλας μπακ επιστρέφει στο παρελθόν για να αφηγηθεί θραύσματα μιας ζωής και ενοχών.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Φάιφ, μέσα στις παραισθήσεις του από τα φάρμακα της χημειοθεραπείας και την έντονη συναισθηματική του φόρτιση, μπερδεύει ή και κατασκευάζει πιθανόν αναμνήσεις, πλην όμως έχει ανάγκη να απογυμνωθεί, όχι σε όλους, γιατί ως δημιουργός ξέρει καλά ότι δεν έχει σημασία τι θα πει, αλλά σε ποιον απευθύνεται, γι’ αυτό και ζητάει όλα να γίνουν μπροστά στη γυναίκα του, την Έμμα, η οποία πολλές φορές θα βρεθεί σε δύσκολη θέση.

Ακόμα και αν η μεγάλη αλήθεια που ο Φάιφ επιφυλάσσει είναι σχεδόν προβλεπόμενη, αυτή η πορεία της αυτο-αποκαθήλωσής του και ο ήσυχος ρυθμός που επιλέγει αυτή τη φορά ο Σρέιντερ, ένας σκηνοθέτης που πάντα κρατούσε υψηλούς τόνους, όχι μόνο στις ταινίες και τα σενάριά του, αλλά ακόμα και στις δημόσιες τοποθετήσεις του, έχει κάτι βαθιά συγκινητικό. Η προσωπική ιστορία του Φάιφ με τις γυναίκες που πρόδωσε, τα όνειρα που εγκατέλειψε, τον γιο που αγνόησε και την αποδοχή ότι τελικά ο μύθος του στρατευμένου καλλιτέχνη βασίστηκε απλώς σε μια τυχαία συγκυρία, ίσως ταυτίζεται με μια προσωπική ανάγκη του ίδιου του Σρέιντερ να συγχωρεθεί και όχι να δικαιολογηθεί.

Από την άλλη, σύνδεση που επιχειρεί με την πορεία της Αμερικής δεν είναι πάντα τόσο επιτυχημένη, όμως αυτή η παραδοχή της θνητότητας κουβαλάει μια γλυκόπικρη γεύση, που ενισχύεται από την ερμηνεία του Ρίτσαρντ Γκιρ, ο οποίος καταρρέει παραμένοντας απόλυτα γοητευτικός, αλλά και της Ούμα Θέρμαν που γίνεται ο βασικός αποδέκτης αυτής της εξιλέωσης.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν Είμαι Εγώ (C’est Pas Moi /It’s Not Me)
Σκηνοθεσία: Λεός Καράξ
Παίζουν: Ντενί Λαβάν, Κατερίνα Γιούσπινα, Νάστια Γκολούμπεβα Καράξ, Λορέτα Γιουντκαΐτε, Μπιάνκα Μανταλούνο,ΆAννα-Ιζαμπέλ Ζίεφκεν, Πιοτρ Ανέβσκι

Περίληψη: Ο αντισυμβατικός σκηνοθέτης Λεός Καράξ αναμοχλεύει τη φιλμογραφία, την προσωπική ζωή και την κατάσταση των πραγμάτων σε μια αυτοβιογραφία με τη μορφή δοκιμίου.
Ένα μεσαίου μήκους κινηματογραφικό δοκίμιο για την εξουσία, την πολιτική και τη δημιουργία εικόνων, αλλά ταυτόχρονα μια αυτοπροσωπογραφία με αναφορές σε βιώματα, επιρροές και στο κινηματογραφικό έργο του δημιουργού, καθώς και ένας φόρος τιμής στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Η ταινία σχεδιάστηκε ως μέρος μιας έκθεσης για τον Λέος Καράξ («Οι Εραστές της Γέφυρας», «Holy Motors») στο Kέντρο Πομπιντού, το οποίο είχε ζητήσει από τον σκηνοθέτη να απαντήσει οπτικοακουστικά στην ερώτηση: «Πού βρίσκεσαι, Λεός Καράξ;» H έκθεση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά ο δημιουργός απάντησε με μια αυτοπροσωπογραφία με αναφορές σε βιώματα, επιρροές και στο κινηματογραφικό έργο του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το γκονταρικό ύφος προκύπτει από τη συναρμολόγηση αρχειακού υλικού από ταινίες, πολιτικά γεγονότα και προσωπικά βιώματα, πολλές φορές αντικρουόμενα μεταξύ τους , όπως ακριβώς και η αλήθεια. «Ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας 28.000 φορές τη μέρα», υπενθυμίζει ο Καράξ , σημειώνοντας πως οι εικόνες τρέχουν στον σύγχρονο κόσμο ακόμα πιο γρήγορα, καθιστώντας μας τελικά τυφλούς σχετικά με τους κινδύνους του φασισμού, αλλά και απέναντι στην ομορφιά της ζωής.

Στην ταινία εμφανίζονται πολλοί αγαπημένοι του ηθοποιοί αλλά και αμφιλεγόμενες πολιτικές προσωπικότητες: από τον Τράμπ και τον Πούτιν, μέχρι τον Άσαντ και τον Νετανιάχου, με τον δημιουργό να δηλώνει ότι είναι «παιδί» τόσο του Χίτλερ όσο και του Βαν Γκονγκ, αναρωτώμενος τελικά για την ταυτότητα του σημερινού ανθρώπου, που συνθέτει την δική του προσωπική ιστορία μέσα από την Ιστορία.

Ο Καράξ επιστρέφει σε όσα τον διαμόρφωσαν, σε όσους αγαπά, ή μισεί, για να καταλήξει τελικά σε ένα μελαγχολικό προσωπικό χαϊκού, σε αντίθεση με το πρότυπό του, τον ρηξικέλευθο Γκοντάρ, ο οποίος στο δικό του μανιφέστο πρότεινε μια λύση, έστω και αμφιλεγόμενη. Αντίθετα, ο πάντα ιδιοσυγκρασιακός Καράξ συνεχίζει να αναζητάει τη δική του θάλασσα, εκεί που μπορεί να αναπνεύσει ελεύθερα, αποθεώνοντας την παρηγορητική δύναμη του σινεμά.

Νόρα (Norah)
Σκηνοθεσία: Ταουφίκ Αλζαιντί
Παίζουν: Γιακούμπ Αλφαρχάν, Αμπντουλάχ Αλσάνταν, Μαρία Μπαχράουι

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περίληψη: Ένας δάσκαλος και μια νεαρή γυναικά σε ένα μικρό απομακρυσμένο χωριό αναπτύσσουν μια τρυφερή φιλία και εμπνέουν ο ένας τον άλλον να διατηρήσουν τη δημιουργικότητά τους ζωντανή πάρα τους περιορισμούς.
Η ταινία του Ταουφίκ Αλζαιντί, που απέσπασε Ειδική Μνεία στο Τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του 74ου Φεστιβάλ των Καννών.

Στη Σαουδική Αραβία τη δεκαετία του 1990, η καλλιτεχνική έκφραση απαγορεύτηκε ρητά στη χώρα. Ο Ναντέρ, ένας νέος δάσκαλος και κρυφός καλλιτέχνης, φτάνει στο χωριό και συναντά τη Νόρα, μια γυναίκα που έχει χάσει τους γονείς της σε τροχαίο και θέλει να πάρει άδεια για να μετακομίσει στην πόλη. Μέσω του παντοπώλη της γειτονιάς, αυτά τα δυο ανήσυχα πνεύματα γνωρίζονται και ο Νάντερ αποφασίζει να ζωγραφίσει το πορτρέτο της καινούργιας του φίλης, πράγμα αδιανόητο για την κοινωνία. Εκείνος τελικά διαφωτίζει τη Νόρα- το ίδιο προσπαθεί να κάνει και για τους μαθητές του, προκαλώντας την αντίδραση των γηραιότερων- για τον ευρύτερο κόσμο έξω από τη μικροσκοπική κοινότητά της. Έτσι, εκείνη συνειδητοποιεί ότι πρέπει να φύγει, για να βρει ένα μέρος, όπου μπορεί να είναι ελεύθερη να εκφράσει τον καλλιτεχνικό της εαυτό.

Η τέχνη γενικώς- όχι μόνο η ζωγραφική- γίνεται το αντίδοτο απέναντι στην καταπίεση και στις προκαταλήψεις σε αυτή τν χαμηλότονη ταινία από τη Σαουδική Αραβία, που δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα, τολμάει να θίξει θέματα ταμπού, αποφεύγοντας μια στείρα ηθογραφική καταγραφή της καθημερινότητας. Ο ρεαλιστικός τόνος των πρωινών σκηνών συνδυάζεται αρμονικά με την ποιητικότητα των νυχτερινών πλάνων, όπου οι δυο νέοι καταφεύγουν στην τέχνη για να λυτρωθούν, με τον Ταουφίκ Αλζαιντί να καταγράφει με ευαισθησία τις σιωπές τους και τα βλέμματά τους, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Λίλο και Στιτς (Lilo & Stitch)
Σκηνοθεσία: Ντιν Φλάισερ Καμπ
Παίζουν: Σίντνεϊ Ελίζαμπεθ Αγκούντογκ, Μπίλι Μάγκνουσεν, Κρις Σάντερς, Κόρτνεϊ Μπ. Βανς, Κάιπο Ντουντόιτ, Ζακ Γαλιφιανάκης, Μάια Κεαλόχα

Περίληψη: Ένα μοναχικό κορίτσι από τη Χαβάη, η Λίλο, υιοθετεί ένα εξωγήινο πλασματάκι, το οποίο τη βοηθάει να ενώσει τη διαλυμένη οικογένειά της.
H live-action εκδοχή της κλασικής animated ταινίας της Disney.
O σκανταλιάρης εξωγήινος Στιτς το σκάει από ένα πείραμα γενετικής σε έναν μακρινό πλανήτη και προσγειώνεται στη Χαβάη. Εκεί, τον υιοθετεί ένα μοναχικό κοριτσάκι, η Λίλο. Οι δυο τους θα μας μάθουν τι θα πει αφοσίωση, φιλία και «οχάνα», που στην παράδοση της Χαβάης σημαίνει οικογένεια.
Η live-action εκδοχή προσφέρει μια νέα οπτική της ταινίας κινουμένων σχεδίων που άγγιξε τις καρδιές του κοινού, όταν κυκλοφόρησε το 2002. Η πρωτότυπη ταινία συνδύαζε μοναδικά το χιούμορ και το συναίσθημα με φόντο τα τοπία της Χαβάης .
Πέρα από την επιτυχία της στο box office και την καλλιτεχνική αναγνώριση, το animation σύστησε στο παγκόσμιο κοινό τον χαβανέζικο πολιτισμό, τη γλώσσα και τις μοναδικές παραδόσεις και αξίες του νησιού. Οι σεναριογράφοι Chris Kekaniokalani Bright και Mike Van Waes δημιούργησαν μια ιστορία, που τιμά το πρωτότυπο, ενώ εξερευνά τα θέματα των οικογενειακών δεσμών, της αποδοχής και της λύτρωσης, μέσα στο μαγευτικό τοπίο και την πολυπολιτισμικότητα της Χαβάης.

Επαναπροβολή:

Το Μίσος (La Haine)
Σκηνοθεσία: Ματιέ Κασοβίτς
Παίζουν: Βενσάν Κασέλ, Ιμπέρ Κουντέ, Σαΐντ Ταγκμαουί

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περίληψη: Στον απόηχο των ταραχών εξαιτίας του βάναυσου ξυλοδαρμού ενός φίλου τους, τρεις νεαροί άντρες περνούν ένα επεισοδιακό εικοσιτετράωρο στα προάστια του Παρισιού.
Η αγέραστη ταινία-σύμβολο του Ματιέ Κασοβίτς, που έστρεψε για πρώτη φορά το βλέμμα στο περιθώριο της γαλλικής πρωτεύουσας και απέσπασε βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών και Σεζάρ καλύτερης ταινίας.
Κάπως έτσι, έγινε σημείο αναφοράς μιας ολόκληρης γενιάς, ενώ τριάντα χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, παραμένει ηχηρά επίκαιρη.
Μετά από μια χαοτική νύχτα ταραχών σε ένα περιθωριακό προάστιο του Παρισιού, τρεις νεαροί φίλοι, ο Βινζ, ο Ουμπέρ και ο Σαΐντ, περιπλανώνται άπραγοι περιμένοντας νέα για την κατάσταση της υγείας ενός κοινού τους φίλου, ο οποίος έχει τραυματιστεί σοβαρά κατά την αντιπαράθεσή του με την αστυνομία.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 



Πηγή: www.iefimerida.gr