Οι απαντήσεις του Παύλου Μαρινάκη για τον Βασίλη Μάγγο και την υπόθεση ξυλοδαρμού του



Πέντε χρόνια μετά το περιστατικό που συγκλόνισε τη Μαγνησία και οδήγησε στον θάνατο του 26χρονου Βασίλη Μάγγου, η υπόθεση επανέρχεται στο προσκήνιο, καθώς την Πέμπτη οδηγούνται ενώπιον της Δικαιοσύνης έξι αστυνομικοί που κατηγορούνται για βασανιστήρια εις βάρος του. Παράλληλα, η στάση της Πολιτείας συνεχίζει να προκαλεί πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, ιδίως ως προς τη διαχείριση των πειθαρχικών διαδικασιών που σχετίζονται με τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς.

Στη χθεσινή ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης κλήθηκε να τοποθετηθεί για μια σειρά σοβαρών ζητημάτων που εγείρονται γύρω από την υπόθεση, τόσο σε επίπεδο ουσίας όσο και πολιτικής ευθύνης. Ο δημοσιογράφος Χρήστος Αβραμίδης υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη δικογραφία, έξι αστυνομικοί φέρονται να ξυλοκόπησαν βάναυσα τον Βασίλη Μάγγο στις 14 Ιουνίου 2020 έξω από το Δικαστικό Μέγαρο Βόλου, γεγονός που τον οδήγησε στο Νοσοκομείο με επτά σπασμένα πλευρά και κακώσεις σε ζωτικά όργανα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο νεαρός βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του.

Ο κ. Μαρινάκης απέφυγε να προβεί σε οποιονδήποτε σχολιασμό επί των εν εξελίξει ποινικών και πειθαρχικών διαδικασιών, δηλώνοντας ότι «όποιος τελεί σοβαρό πειθαρχικό αδίκημα, δεν μπορεί να εκπροσωπεί τίποτα», αλλά και ότι «υπάρχουν θεσμοθετημένες διαδικασίες που εξετάζουν κάθε υπόθεση, με σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας». Παρά ταύτα, υποστήριξε ότι «δεν μπορεί να είναι σχολιαστής ούτε των ποινικών ούτε των πειθαρχικών αποφάσεων», ενώ αναφέρθηκε σε γενικότερη αυστηροποίηση του πειθαρχικού πλαισίου στο Δημόσιο και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου περί μονιμότητας.

Ερωτηθείς ειδικά για το αν θεωρεί θεμιτό να παραμένουν εν ενεργεία αστυνομικοί που έχουν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε λόγο για «γενικές και αόριστες τοποθετήσεις» από πλευράς δημοσιογράφου και τόνισε πως «δεν είναι δυνατόν να συζητούμε επί κάθε μιας από τις χίλιες πειθαρχικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια».

Η συζήτηση έλαβε ακόμη πιο αιχμηρή τροπή όταν ο δημοσιογράφος επικαλέστηκε το επίσημο βιβλίο συμβάντων της ΕΛ.ΑΣ., όπου αναφέρεται ότι ο Μάγγος αποτέλεσε στόχο της επέμβασης λόγω της συμμετοχής του «σε συλλογικότητες». Ο κ. Μαρινάκης ρωτήθηκε ευθέως αν η Κυβέρνηση γνωρίζει ότι η Αστυνομία παρακολουθεί πολιτικά ενεργούς πολίτες. Η απάντηση ήταν αποσπασματική: «Δεν μπορώ να απαντήσω για το πώς κάνει τη δουλειά της η Αστυνομία. Εφόσον υπάρχουν υποψίες εγκληματικής δραστηριότητας, τότε προχωρεί σε ενέργειες».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επιχείρησε να διαχωρίσει τη συμμετοχή σε συλλογικότητες από την παραβατική συμπεριφορά, ωστόσο άφησε να εννοηθεί ότι η Αστυνομία έχει την ευχέρεια να ενεργεί σε βάθος, όταν υπάρχουν ενδείξεις για εγκληματική δράση. Ειδικά για την υπόθεση Μάγγου, δήλωσε άγνοια για τη δικογραφία, επικαλούμενος θεσμικούς περιορισμούς και το γεγονός ότι δεν είναι αρμόδιος υπουργός.

Ωστόσο, το κλίμα επιφυλακτικότητας από πλευράς κυβέρνησης απέναντι σε μια υπόθεση που συνδέεται με το ζήτημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας και της κρατικής λογοδοσίας δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Πόσο μάλλον όταν, σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν, κάποιοι από τους εμπλεκόμενους παραμένουν εντός του Σώματος και φέρουν οπλισμό.

Ακολουθεί ολόκληρη η απομαγνητοφώνηση:

ΧΡ. ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ: Την Πέμπτη δικάζονται έξι αστυνομικοί για βασανιστήρια στον Βασίλη Μάγγο. Όταν πριν πέντε χρόνια τον πέταξαν εκτός αστυνομικού τμήματος είχε επτά σπασμένα πλευρά και κακώσεις σε ζωτικά όργανα. Υπενθυμίζουμε, τέσσερεις εβδομάδες μετά βρέθηκε νεκρός. Έξι αστυνομικοί φαίνεται με βάση τη δικογραφία ότι βασάνισαν ένα νέο παιδί και έχουμε ισχυρές ενδείξεις ότι διέπραξαν κακουργήματα. Τρεις αστυνομικοί έχουν, ήδη, καταδικαστεί για τον ξυλοδαρμό του. Πέντε χρόνια μετά το περιστατικό δεν τους έχετε πάρει καν το όπλο, εκτός, αν άλλαξε κάτι τον τελευταίο μήνα. Σας φαίνεται λογικό όλοι αυτοί να εκπροσωπούν τη νομιμότητα;

Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Δεν πιστεύω στις γενικεύσεις. Προφανώς εάν κάποιος τελεί κάποιο σοβαρό πειθαρχικό αδίκημα, δεν μπορεί να εκπροσωπεί τίποτα και πρέπει να ακολουθεί τη διαδικασία που οδηγεί μέχρι και στην αποπομπή είτε είναι αστυνομικός είτε είναι υπάλληλος σε οποιοδήποτε άλλη υπηρεσία. Αυτό δεν το συζητάμε. Είναι μία συγκεκριμένη περίπτωση που αξιολογείται και ποινικά και πειθαρχικά και λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις. Ούτε μπορούμε να σχολιάζουμε αποφάσεις της δικαιοσύνης, ειδικά όταν είναι εν εξελίξει η υπόθεση ούτε πειθαρχικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις των πειθαρχικών οργάνων. Αυτοί οι οποίοι εκπροσωπούν τη νομιμότητα εν προκειμένω οι αστυνομικοί, είναι αυτοί οι οποίοι τηρούν το νόμο. Όταν δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, ακολουθείται η πειθαρχική διαδικασία. Σχολιαστής πειθαρχικών ή ποινικών αποφάσεων ούτε είμαι ούτε θα μπορούσα να γίνω.

ΧΡ. ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ: Πάντως στην Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη κάποιοι άνθρωποι που καταδικάστηκαν για ξυλοδαρμό παραμένουν στο αστυνομικό Σώμα και έχουν το μονοπώλιο στη βία. Αυτό δεν μπορείτε να το σχολιάσετε ως κυβέρνηση;

Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Μιλάτε αυτή τη στιγμή γενικά και αόριστα χωρίς να έχουμε συγκεκριμένα κείμενα αποφάσεων και σκεπτικά –«κάποιοι άνθρωποι που καταδικάστηκαν». Δεν μπορεί να γίνει έτσι σοβαρός διάλογος. Το ξαναλέω. Υπάρχουν νόμοι οι οποίοι εφαρμόζονται, υπάρχουν πειθαρχικές ποινές, κάποιοι μπορεί να είναι εκτός Σώματος για κάποια χρόνια και να επιστρέφουν, κάποιοι διώκονται οριστικά. Για παράδειγμα, έχουμε πάνω από χίλιες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων λόγων πειθαρχικών αποφάσεων. Δεν μπορώ να ξέρω μία, μία αυτές τις αποφάσεις. Να με ρωτήσετε για την 75η από τις χίλιες και να κάνουμε εδώ συζήτηση. Εμείς έχουμε αυστηροποιήσει το πλαίσιο το πειθαρχικό, συνολικά, που οδηγεί μέχρι και σε απολύσεις για πειθαρχικά παραπτώματα και έχουμε ανοίξει τη συζήτηση και για την αναθεώρηση και του άρθρου περί μονιμότητας. Παίρνουμε, δηλαδή, τέτοιες πρωτοβουλίες και λαμβάνουμε και τέτοιες αποφάσεις. Τώρα, να μιλάμε για μία συγκεκριμένη περίπτωση για τη δημιουργία εντυπώσεων δεν είναι αντικείμενο της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών.

ΧΡ. ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ: Σας έχουμε ρωτήσει τρεις φορές πάντως και σας έχουμε μεταφέρει και την ερώτηση του πατέρα, αν μπορεί να νοιώθει ασφαλής που οι άνθρωποι που ξυλοκόπησαν το γιό του που μετά πέθανε, κυκλοφορούν κανονικά, είναι στο Σώμα και κρατάνε όπλο. Δεν μιλάμε αφηρημένα, μιλάμε συγκεκριμένα.

Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Το ξαναλέω όμως ότι, αρνείστε να καταλάβετε ότι, υπάρχει μία υπηρεσιακή ενημέρωση από το αρμόδιο υπουργείο. Δεν εκπροσωπώ το αρμόδιο υπουργείο. Το υπουργείο δίνει κάποιες απαντήσεις μέχρι το σημείο που μπορεί να φτάσει λόγω και κάποιων θεμάτων εμπιστευτικότητας των διαδικασιών, ειδικά όταν είναι μία πειθαρχική δίωξη εν εξελίξει. Έχω απόλυτο σεβασμό σε κάθε άνθρωπο ο οποίος έχει χάσει ειδικά το παιδί του και όποιος δεν το έχει βιώσει δεν μπορεί να το καταλάβει. Αλλά η θέση μου είναι πολύ συγκεκριμένη και δεν μπορώ να απαντήσω σε κάτι που δεν γνωρίζω, ούτε θα μπορούσα να γνωρίζω. Γιατί το πειθαρχικό αυτή τη στιγμή όπως καταλαβαίνετε, είναι μία διαδικασία που διέπεται από μία συγκεκριμένη διαδικασία μυστικότητας. Κάποιες αρχές μυστικότητας.

ΧΡ. ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ: Οι αστυνομικοί επενέβησαν εναντίον του Βασίλη Μάγγου εκείνη την ημέρα, γιατί, όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στο βιβλίο Συμβάντων, έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι «αυτός είναι γνωστός από τη συνεχή δράση του σε διάφορες συλλογικότητες». Είναι σε γνώση της Κυβέρνησης ότι η Αστυνομία παρακολουθεί και γνωρίζει ποιοι συμμετέχουν στις συλλογικότητες;

Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Τι εννοείτε αν παρακολουθεί ποιοι συμμετέχουν σε συλλογικότητες;

ΧΡ. ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ: Εδώ έγραψε η Αστυνομία στο βιβλίο Συμβάντων ότι επενέβη εναντίον του, του επιτέθηκε δηλαδή, με λίγα λόγια, επειδή συμμετέχει σε συλλογικότητες. Το ήξερε η Αστυνομία με κάποιον τρόπο, άρα μάλλον παρακολουθούσε. Εσείς το γνωρίζετε;

Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Τώρα, να σας απαντήσω τι κάνει η Αστυνομία; Υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία πρέπει να κάνει η Αστυνομία, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος, για να είμαστε ασφαλείς. Η συμμετοχή σε μια συλλογικότητα από μόνη της, αν με ρωτάτε, ούτε συνιστά κάποιο αδίκημα, ούτε δίνει τη δυνατότητα στην Αστυνομία να κάνει συλλήψεις. Η συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις ή συμμορίες είναι μια άλλη συζήτηση. Τώρα, τι να σας πω, πώς κάνει τη δουλειά της η Αστυνομία; Η Αστυνομία κάνει τη δουλειά της και σε επίπεδο λειτουργίας της ασφάλειας και σε επίπεδο λειτουργίας των αρχών. Να κάτσουμε να συζητήσουμε τώρα πώς κάνει τη δουλειά της η Αστυνομία; Την κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

ΧΡ. ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ: Δεν μιλάμε για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, για τον Βασίλη Μάγγο μιλάμε, ήταν σε συλλογικότητες πολιτικές προφανώς. Εσείς το γνωρίζετε ότι η Αστυνομία, π.χ. του Βόλου παρακολουθεί ανθρώπους; Και αν δεν το γνωρίζετε, ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο; Ζούμε στην Ελλάδα και παρακολουθούν ανθρώπους σε συλλογικότητες. Δεν είναι πολιτικό πρόβλημα αυτό;

Π. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ: Κάποιος άνθρωπος -και δεν αναφέρομαι στην περίπτωση που αναφέρεστε, για να μην γίνει κοπτοραπτική- μπορεί να συμμετέχει σε μια συλλογικότητα, σε ένα κόμμα και ταυτόχρονα να έχει και εγκληματική δράση. Αν παρακολουθείται, παρακολουθείται επειδή υπάρχουν υποψίες για την εγκληματική του δράση. Είναι αδιάφορη για την Αστυνομία η πολιτική του ταυτότητα. Υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις και στην άκρα Αριστερά τα τελευταία χρόνια, διάφορων έτσι «ιδεολόγων», οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα σε συλλογικότητες και εγκληματούσαν κιόλας, έκαιγαν, έσπαγαν κ.λ.π. και στην άκρα Δεξιά. Για παράδειγμα, η Χρυσή Αυγή δεν οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη για την ιδεολογία της, όσο αποκρουστική και να είναι, αλλά για τις πράξεις της. Την έχουμε κάνει αυτή τη συζήτηση με πολλούς συναδέλφους σας. Άρα, μην μπλέκουμε το ένα με το άλλο. Η Αστυνομία κάνει τη δουλειά της, εφόσον υπάρχουν υποψίες, καταγγελίες, μαρτυρίες, στοιχεία ότι τελείται μια παράνομη πράξη. Και για να τη διαπιστώσει αυτή την παράνομη πράξη, προβαίνει σε κάποιες ενέργειες, που δεν θα καθίσουμε εμείς τώρα εδώ να τις σχολιάσουμε. Και ευτυχώς υπάρχουν αυτές οι προβλέψεις συνολικά. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, περιπτωσιολογικά για κάτι τέτοιο δεν είναι δουλειά δική μου να σας απαντάω.



Πηγή: www.thenewspaper.gr