Οσμή σκανδάλου στο Βατικανό: Κατηγορίες για ξέπλυμα χρήματος και αδιαφανείς οικονομικές συναλλαγές


Το Βατικανό βρίσκεται αντιμέτωπο με εκρηκτικούς ισχυρισμούς ότι ενδέχεται να χρησιμοποίησε κρυφά με στόχο το ξέπλυμα χρήματος ένα ειδικό εργαλείο για να αλλάζει τα στοιχεία τραπεζικών εμβασμάτων μετά την αποστολή τους.

Σύμφωνα με τον πρώην ελεγκτή
της κορυφαίας λογιστικής εταιρείας
Deloitte Λίμπερο Μιλόνε, που είχε
αναλάβει τη διόρθωση των οικονομικών
του Βατικανού, το εργαλείο αυτό φέρεται
να μπορούσε να αλλάξει ονόματα και
αριθμούς λογαριασμών σε διεθνείς
συναλλαγές, κάτι που θα
καθιστούσε δυνατή την απόκρυψη του
ποιος πραγματικά έστελνε ή λάμβανε τα
χρήματα.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ένα τέτοιο εργαλείο, αν
υπήρχε, θα μπορούσε να επιτρέψει την
κίνηση χρημάτων χωρίς εντοπισμό και θα
μπορούσε ακόμη και να επιτρέψει
απεριόριστο ξέπλυμα χρήματος. Ειδικοί
λένε ότι αυτό θα παραβίαζε ορισμένους
από τους πιο βασικούς κανόνες κατά της
απάτης που χρησιμοποιούνται στις
παγκόσμιες τραπεζικές συναλλαγές.

Οι ισχυρισμοί κατά του Βατικανού έρχονται σε μια περίοδο που ο νέος πάπας Λέων ΙΔ΄ προσπαθεί να καθαρίσει τη φήμη της Καθολικής Εκκλησίας μετά από δεκαετίες σκανδάλων, σημειώνει το Politico.

Το Βατικανό έχει αρνηθεί κατηγορηματικά αυτές τις κατηγορίες, αποκαλώντας τες «εντελώς αβάσιμες». Άτομα που γνωρίζουν πώς λειτουργεί το παγκόσμιο σύστημα τραπεζικών μεταφορών SWIFT λένε ότι θα πρέπει να είναι αδύνατο να αλλάξει μια πληρωμή αφού έχει αποσταλεί. Το SWIFT χρησιμοποιεί ισχυρή κρυπτογράφηση και ψηφιακές υπογραφές για να διατηρεί ασφαλείς τις συναλλαγές. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί λαμβάνονται σοβαρά υπόψη λόγω της αξιοπιστίας των καταγγελλόντων και λόγω του ιστορικού οικονομικών ατασθαλιών του Βατικανού.

Πώς
προέκυψαν οι ισχυρισμοί κατά του
Βατικανού

Οι ισχυρισμοί ήρθαν στην επιφάνεια για πρώτη φορά όταν ο Λίμπερο Μιλόνε, τον οποίο είχε προσλάβει το 2015 ο εκλιπών Πάπας Φραγκίσκος στις οικονομικές υπηρεσίες του Βατικανού με σκοπό να διορθώσει τα οικονομικά της Αγίας Έδρας, μετά από χρόνια παραμέλησης και σκανδάλων, είπε
ότι ανακάλυψε το περί ου ο λόγος εργαλείο
ενώ ερευνούσε πιθανή οικονομική παράβαση

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο
Μιλόνι άρχισε να διερευνά το θέμα μετά
από αίτημα του καρδινάλιου Τζορτζ Πελ,
ο οποίος είχε ενημερωθεί για αλλαγές
στους ελέγχους του συστήματος SWIFT. Σε
επιστολή του 2016, ο Πελ περιέγραψε το
αίτημα για τροποποίηση των ελέγχων της
SWIFT ως «δυνητικά παράνομο». Ο Μιλόνε
λέει ότι ανέφερε τα ευρήματά του σε
κορυφαίους αξιωματούχους του Βατικανού,
συμπεριλαμβανομένου του Πάπα Φραγκίσκου
και του Υπουργού Εξωτερικών Πιέρο
Παρολίν, αλλά δεν έλαβε απάντηση από
δύο βασικά όργανα εποπτείας.

Στο
επίκεντρο των καταγγελιών βρίσκεται
το γραφείο μισθοδοσίας του Βατικανού,
γνωστό ως APSA, που φέρεται να σταμάτησε
να εξυπηρετεί ιδιώτες πελάτες το 2015 για
να αποφύγει την εποπτεία από μια ευρωπαϊκή
υπηρεσία καταπολέμησης της νομιμοποίησης
εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ακόμη
και μετά από αυτό, το εργαλείο θα μπορούσε
να είχε χρησιμοποιηθεί για την απόκρυψη
μεταφορών που αφορούσαν ιδιώτες πελάτες.
Ο Μιλόνε ισχυρίζεται ότι διαθέτει ένα
έγγραφο, που αποδεικνύει ότι οι συναλλαγές
θα μπορούσαν να αλλάξουν «ανά πάσα
στιγμή», αλλά μέχρι στιγμής αρνείται
να το δημοσιεύσει. Επίσης, υπαινίχθηκε
ότι έχει περισσότερα στοιχεία, αλλά
είπε ότι δεν ήθελε να κατηγορηθεί για
εκβιασμό.

Το
Βατικανό επιμένει ότι η APSA έχει υποβληθεί
σε πολλαπλούς ελέγχους από το 2020 τόσο
από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς
εποπτικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένης
της PricewaterhouseCoopers, και ότι δεν εντοπίστηκαν
προβλήματα. Ο εκπρόσωπος του Βατικανού,
Ματέο Μπρούνι, απέρριψε κατηγορηματικά
τους ισχυρισμούς.

Ξανά
στην επιφάνεια παλαιότερα σκάνδαλα

Οι
ισχυρισμοί απειλούν να επαναφέρουν
μνήμες από μερικά από τα πιο σκοτεινά
οικονομικά κεφάλαια του Βατικανού. Τις
δεκαετίες του 1980 και του 1990, ερευνητές
εξέτασαν ισχυρισμούς ότι τράπεζες που
συνδέονται με το Βατικανό χρησιμοποιήθηκαν
για ξέπλυμα χρήματος από εγκληματικές
ομάδες και χρηματοδότηση πολιτικών
σκοπών.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μια
πολύκροτη υπόθεση αφορούσεσ τον τραπεζίτη
του Μιλάνου Ρομπέρτο Κάλβι, γνωστό με
το παρατσούκλι «τραπεζίτης του Θεού»,
ο οποίος βρέθηκε νεκρός κάτω από τη
γέφυρα Blackfriars του Λονδίνου το 1982.
Κατηγορήθηκε ότι βοήθησε στη μεταφορά
παράνομων κεφαλαίων μέσω δικτύων του
Βατικανού.

Πιο
πρόσφατα και συγκεκριμένα το 2023 ο πρώην
αρχηγός της αστυνομίας και καρδινάλιος
της πόλης-κράτους, Τζιοβάνι Άντζελο
Μπέτσιου, καταδικάστηκε για υπεξαίρεση
κεφαλαίων του Βατικανού, συμπεριλαμβανομένης
της αποστολής χρημάτων σε φιλανθρωπικό
ίδρυμα που συνδέεται με την οικογένειά
του. Ο Μπέτσιου κρίθηκε επίσης ένοχος
για μια αποτυχημένη επένδυση σε ακίνητα
στο Λονδίνο που κόστισε στο Βατικανό
περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ.

Αυτά
τα παλαιά, αλλά και πιο
πρόσφατα σκάνδαλα έχουν
βλάψει την εικόνα του Βατικανού και
έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη μεταξύ
των δωρητών. Τα τελευταία χρόνια, οι
δωρεές έχουν μειωθεί απότομα, δημιουργώντας
προβλήματα στον προϋπολογισμό της
πόλης-κράτους.

Η σημερινή ηγεσία έχει προσπαθήσει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία αναφέροντας υψηλότερα κέρδη από τα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα, αλλά οι τελευταίοι ισχυρισμοί θα μπορούσαν να υπονομεύσουν αυτή την πρόοδο.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 



Πηγή: www.iefimerida.gr