Εξαρθρώθηκε από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν μεθοδικά και οργανωμένα σε περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, με σκοπό την εξαπάτηση των υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) για τη χορήγηση επιδομάτων αναπηρίας σε μη δικαιούχους, αποκομίζοντας παράνομα χρηματικά ποσά και προκαλώντας σημαντική ζημία σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου.
Για την υπόθεση, συνελήφθησαν την Πέμπτη επτά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και το αρχηγικό, από τα οποία δύο ιδιώτες, δύο υπάλληλοι της τοπικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, ιατρός και δύο νοσηλεύτριες.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία -κατά περίπτωση- για απάτες σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου τετελεσμένες και σε απόπειρα, κατ΄ εξακολούθηση και κατ΄ επάγγελμα, δωροληψία υπαλλήλου για ενέργειες ή παραλείψεις που αντίκεινται στα καθήκοντά του, συνέργεια στην ως άνω πράξη, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφία, παράβαση καθήκοντος, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση καθώς και για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών.
Επιπλέον, για την υπόθεση κατηγορούνται για δωροδοκία υπαλλήλου και απάτη σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου ακόμη 34 άτομα, από τα οποία τα 28 έχουν ταυτοποιηθεί.
Όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΑΣ, από τη διερεύνηση σχετικής καταγγελίας προέκυψε οτι οι κατηγορούμενοι, τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2024, συνέστησαν εγκληματική οργάνωση με συνεχή δράση και συγκεκριμένη δομή, καθώς και διακριτούς ρόλους, ώστε, εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία, να αποσπούν αποφάσεις για τη χορήγηση μηνιαίων αναπηρικών επιδομάτων ή άλλων διευκολύνσεων από τις επιτροπές ΚΕ.Π.Α.
Πιο αναλυτικά, τα μέλη της οργάνωσης, έχοντας γνώση της επίσημης διαδικασίας και του νομοθετικού πλαισίου, επενέβαιναν στη φυσική εξέταση των «πελατών» τους, αλλοιώνοντας την εικόνα τους, καθοδηγώντας τους ίδιους τους εξεταζόμενους ή τους συγγενείς τους.
Για να το πετύχουν αυτό, χρησιμοποιούσαν φαρμακευτικά-ηρεμιστικά σκευάσματα (προκειμένου να τεθούν σε κατάσταση καταστολής κατά τη διάρκεια της εξέτασης), αναπηρικά αμαξίδια, επιθέματα κατάκλισης, βοηθητικά στηρίγματα, πάνες ακράτειας, ειδικά στρώματα και φαρμακευτικές ουσίες για την εμφάνιση κατακλίσεων.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, η εγκληματική οργάνωση περιλάμβανε και μία υποομάδα με ξεχωριστή επιχειρησιακή λειτουργία, η οποία αποτελούνταν από δύο συλληφθέντες με συγγενική σχέση. Η γυναίκα αναλάμβανε τον εντοπισμό και τη στρατολόγηση νέων «πελατών», τους οποίους καθοδηγούσε ως προς τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων και προετοιμασίας για τις επιτροπές ΚΕ.Π.Α., προτού τους παραπέμψει στον σύζυγό της, υπάλληλο με κρίσιμο ρόλο στις επιτροπές.
Το ζεύγος λειτουργούσε σχεδόν αυτόνομα, αποκομίζοντας ίδιον οικονομικό όφελος, με χαρακτηριστική επιδίωξη της γυναίκας να καταστεί ο αποκλειστικός πάροχος «πελατολογίου», ενώ δεν δίσταζε να υπόσχεται ποσοστό χρημάτων σε τρίτους για την εξασφάλιση νέων υποψηφίων, με στόχο τη μεγιστοποίηση των παράνομων κερδών της υποομάδας.
Στο πλαίσιο δράσης της εγκληματικής οργάνωσης, κάθε μέλος είχε συγκεκριμένο ρόλο, ως εξής:
• Η 58χρονη αρχηγός, είχε τον κεντρικό συντονισμό της οργάνωσης σε όλα τα στάδια δράσης. Εντόπιζε τους υποψήφιους «πελάτες», παρείχε οδηγίες για την αλλοίωση της κλινικής εικόνας τους, οργάνωνε τις διασυνδέσεις με τα υπόλοιπα μέλη (υπαλλήλους, ιατρό, νοσηλευτές), καθόριζε τα χρηματικά ποσά που θα απαιτούνταν και διαχειριζόταν την κατανομή των κερδών. Είχε τον απόλυτο έλεγχο, διατηρώντας σκόπιμα στεγανά μεταξύ των μελών, ενώ για την επιχειρησιακή κάλυψη χρησιμοποιούσε τηλέφωνα με ψευδή στοιχεία («ghost phones») και πραγματοποίησε δοσοληψίες μέσω τρίτων.
• 65χρονος, ο οποίος ασκούσε καθήκοντα γραμματέα στις επιτροπές ΚΕ.Π.Α., αποτελούσε τον βασικό μηχανισμό παρέμβασης στις διαδικασίες εξέτασης. Εκμεταλλευόμενος τη θέση του και τις γνωριμίες του με μέλη των επιτροπών, μεσολαβούσε για την έκδοση θετικών γνωμοδοτήσεων, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν συμμετείχε ο ίδιος στην επιτροπή. Λειτουργούσε βάσει οδηγιών της αρχηγού, ενώ είχε ενεργό συμμετοχή στην παραλαβή χρηματικών ποσών, κυρίως σε ιδιωτικό χώρο.
• 48χρονη, που κατείχε θέση στο Τμήμα Συντάξεων, λειτουργούσε ως κρίσιμος κόμβος παροχής πληροφοριών οικονομικού χαρακτήρα για τους «πελάτες», καθορίζοντας έτσι και το ύψος του παράνομου αντιτίμου. Είχε επίσης ενεργή συμμετοχή στις γραφειοκρατικές διαδικασίες (αιτήσεις, ενστάσεις, τροποποιήσεις), ενώ μεσολαβούσε και η ίδια σε επιτροπές ΚΕ.Π.Α. για λογαριασμό της οργάνωσης.
• 65χρονη, ιδιώτης και σύζυγος του 65χρονου, εντόπιζε άτομα που ήθελαν να εξασφαλίσουν επίδομα, τους καθοδηγούσε, προετοίμαζε τους φακέλους και τους προωθούσε στον σύζυγό της για μεσολάβηση. Για τις «υπηρεσίες» της λάμβανε ποσοστό από τα καταβαλλόμενα ποσά, ενώ επιδίωκε την αποκλειστικότητα στην παροχή «πελατών» για αύξηση των προσωπικών της εσόδων.
• 55χρονος ιατρός, παρείχε ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις, ενίοτε και ηλεκτρομυογραφήματα, προκειμένου να ενισχύσει την υποτιθέμενη κλινική εικόνα παραπληγίας των εξεταζόμενων. Οι παρεχόμενες βεβαιώσεις ενσωματώνονταν στους εισηγητικούς φακέλους που υποβάλλονταν στις επιτροπές ΚΕ.Π.Α. και αμειβόταν από τους «πελάτες» κατόπιν συνεννόησης με την αρχηγό.
• 56χρονη και 53χρονη, νοσηλεύτριες σε δημόσιο νοσοκομείο, είχαν υποστηρικτικό αλλά ουσιαστικό ρόλο στην εγκληματική οργάνωση, λειτουργώντας ως επιχειρησιακά εκτελεστικά μέλη. Κατ’ εντολή της αρχηγού, αναλάμβαναν την προετοιμασία των εξεταζόμενων «πελατών», ώστε να δημιουργηθεί η ψευδής εικόνα σοβαρής αναπηρίας ή πλήρους αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Εμφανίζονταν ως συνοδοί ή συγγενικά πρόσωπα των εξεταζομένων, και προέβαιναν σε ενέργειες όπως η χορήγηση κατασταλτικών φαρμάκων, η χρήση επιθεμάτων και νοσηλευτικού υλικού ή η προσαρμογή εξοπλισμού (καρότσια, πάνες ακράτειας, betadine κ.ά.) ώστε να ενισχυθεί η ψευδής εικόνα κατάκλισης ή παραπληγίας. Για τη συμμετοχή τους λάμβαναν αμοιβή απευθείας από την αρχηγό.
Για την επικοινωνία τους, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, χρησιμοποιούσαν πλαστές τηλεφωνικές συνδέσεις («ghost phones») καθώς και κωδικοποιημένες λέξεις και φράσεις, με σκοπό την αποφυγή εντοπισμού της παράνομης δράσης από τις διωκτικές Αρχές.
Ενδεικτικά, όπως σημειώνεται από την ΕΛΑΣ, η λέξη «καφές» χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο για την αναφορά σε χρηματικό ποσό που αφορούσε είτε την αμοιβή των μελών είτε το ποσό που απαιτούνταν από τον εκάστοτε «πελάτη». Σε άλλες περιπτώσεις, αντί για ακριβή ονόματα ή στοιχεία ταυτότητας, γινόταν χρήση αρχικών, ασαφών περιγραφών ή αριθμών, ενώ αποφεύγονταν οι σαφείς αναφορές σε επίδομα, επιτροπή ή επίσημες διαδικασίες.
Από την έρευνα, διαπιστώθηκε ότι η οργάνωση προχώρησε, σε τουλάχιστον:
• 13 εκδόσεις παράτυπων αποφάσεων με αναδρομικά ύψους 173.873 ευρώ και
• 15 παράτυπες αποφάσεις χορήγησης εξωιδρυματικών μηνιαίων επιδομάτων 846 ή 795 ευρώ εφ’ όρου ζωής, με -κατά περίπτωση- έναρξη πληρωμής τα έτη 2023, 2024 και 2025.
Η εκτιμώμενη ζημία για το ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται σε 121.824 ευρώ ετησίως από το 2025, 20.304 ευρώ ετησίως από το 2024 και 9.540 ευρώ ετησίως από το 2023.
Παράλληλα στην ανακοίνωση υπογραμμίζεται ότι το εφ’ όρου μηνιαίο επίδομα λαμβάνεται από τον δικαιούχο όσο είναι εν ζωή, δηλαδή, η επερχόμενη ζημιά στο ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται σε 10.152 ευρώ ανά έτος για κάθε δικαιούχο, ενώ δεν ήταν δυνατή η πλήρης καταγραφή όλων των πληρωμών, λόγω περιορισμένης πρόσβασης στα αρχεία πληρωμών άλλων ασφαλιστικών Ταμείων.
Κατά την επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε σε οικίες και χώρους εργασίας, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, συνολικά:
• 63.615 ευρώ,
• πλήθος εγγράφων με χειρόγραφες σημειώσεις,
• φαρμακευτικά σκευάσματα (δισκία άνευ ιατρικών συνταγών),
• αναλώσιμα είδη νοσηλείας ασθενών (γάζες, επιθέματα κλπ),
• κινητά τηλέφωνα,
• ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής και
• ατζέντες με χειρόγραφες σημειώσεις.
Οι συλληφθέντες οδηγούνται στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή, ενώ συνεχίζεται η έρευνα της ΕΛΑΣ για να διακριβωθεί το πλήρες εύρος των παράνομων δραστηριοτήτων της εγκληματικής οργάνωσης.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος