Πώς η μετάγγιση αίματος επηρεάζει τη γονιμότητα


  • Πώς οι μεταγγίσεις αίματος μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα;
  • Ποια είναι τα υποκείμενα ανοσολογικά και ορμονικά μονοπάτια;
  • Ποια είναι τα διαθέσιμα στοιχεία και οι συστάσεις για την κλινική πράξη;

Η υπογονιμότητα επηρεάζει περίπου το 10%–15% των ζευγαριών παγκοσμίως. Ανάμεσα στους πολλαπλούς παράγοντες που εμπλέκονται, οι τακτικές μεταγγίσεις αίματος σε ασθενείς με νόσους όπως η θαλασσαιμία και άλλες αιματολογικές παθήσεις έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για διαταραχές της αναπαραγωγικής λειτουργίας.

Αιματολογικές παθήσεις και ανάγκη μεταγγίσεων

«Κάθε μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων φέρει τον κίνδυνο alloimmunization, αλλοανοσοποίησης, δηλαδή την παραγωγή αντισωμάτων έναντι ερυθροκυτταρικών αντιγόνων “ξένων” για τον οργανισμό του λήπτη. Στον γενικό πληθυσμό, το ποσοστό αλλοανοσοποίησης κυμαίνεται μεταξύ 1% και 10% ανάλογα με τη συχνότητα και το είδος των μεταγγίσεων. Όταν γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας λάβουν επαναλαμβανόμενες μεταγγίσεις, μπορεί να εμφανιστούν αντισώματα κατά του συστήματος Rh, Kell ή άλλων αντιγόνων, τα οποία όχι μόνο απειλούν την επιτυχή μετάγγιση, αλλά και τη φυσιολογική έκβαση μιας μελλοντικής κύησης, μέσω της πρόκλησης αιμολυτικής νόσου του νεογνού (HDFN)» επισημαίνει ο κ. Ευάγγελος Γκικόντες Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος M.Sc.Hom και συνεχίζει: «Επιπλέον, η συσσώρευση σιδήρου (iron overload) από τις επαναλαμβανόμενες μεταγγίσεις μπορεί να βλάψει τον υποθάλαμο και την υπόφυση, οδηγώντας σε υπογοναδισμό — κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση παραγωγής GnRH, LH και FSH, με τελικό αποτέλεσμα ανωοθυλακιορρηξία και αμηνόρροια».

Οι γυναίκες με μεσογειακή αναιμία (β-θαλασσαιμία μείζονα) συνήθως υποβάλλονται σε τακτικές μεταγγίσεις αίματος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Παρά τη σημαντική βελτίωση της επιβίωσης, η επιβάρυνση από τον σίδηρο προκαλεί ενδοκρινικές διαταραχές, με αποτέλεσμα δυσκολίες στην εγκυμοσύνη.

Ορμονική αξιολόγηση και υποστήριξη

Πριν τον σχεδιασμό εγκυμοσύνης, συστήνεται ορμονικός έλεγχος (FSH, LH, οιστραδιόλη) και αξιολόγηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, του ήπατος και της καρδιάς. Σε περίπτωση ανεπάρκειας γονάδων, η υπογοναδοτροφική θεραπεία (π.χ. με GnRH agonists ή απευθείας με ενέσιμη FSH/LH) έχει δείξει βελτίωση στην ωορρηξία σε γυναίκες με θαλασσαιμία. Ταυτόχρονα, η βέλτιστη διαχείριση του σιδήρου με chelation therapy (χήλωση) πριν και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για εγκυμοσύνη είναι κρίσιμη για τη μείωση των ενδοκρινικών βλαβών.

Σε μια ανασκόπηση ασθενών με θαλασσαιμία, το ποσοστό επιτυχούς φυσικής εγκυμοσύνης σε καλά μεταγγιζόμενες και chelated (που έχουν υποστεί χηλική θεραπεία) γυναίκες έφτασε το 70%, ενώ σε εκείνες με ανεπαρκή χήλωση ήταν κάτω από 40%. Άλλες μελέτες επισημαίνουν ότι η πρώιμη παρέμβαση με ορμονική υποστήριξη αυξάνει τις πιθανότητες σύλληψης και ελαχιστοποιεί τις επιπλοκές της κύησης.

Παράλληλα, σε γυναίκες χωρίς προϋπάρχουσα υπογονιμότητα, η εμφάνιση αντι-HLA αντισωμάτων μετά από μετάγγιση φαίνεται να σχετίζεται με καθυστερήσεις στη σύλληψη, υποδηλώνοντας ότι ακόμη και στο υγιές αναπαραγωγικό μοντέλο, οι αλλο-ανοσολογικές αντιδράσεις μπορούν να διαταράξουν την εμφύτευση του εμβρύου.

«Η σύνδεση μεταξύ υπογονιμότητας και μετάγγισης αίματος αναδεικνύει την ανάγκη ολιστικής προσέγγισης στην αναπαραγωγική φροντίδα γυναικών με αιματολογικές παθήσεις. Η έγκαιρη διάγνωση των αλλοαντισωμάτων, η βελτιστοποίηση της σιδηροδέσμευσης και η παρακολούθηση της ενδοκρινικής λειτουργίας αποτελούν βασικούς άξονες για την επιτυχία της εγκυμοσύνης» τονίζει ο κ. Γκικόντες και καταλήγει: «Μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να διερευνήσουν νέες μεθόδους μείωσης της αλλοανοσοποίησης, την εξατομικευμένη chelation therapy και νεότερες τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ώστε να εξασφαλιστεί καλύτερη ποιότητα ζωής και αναπαραγωγικό αποτέλεσμα σε αυτές τις γυναίκες».





Πηγή: www.onmed.gr